αδημονώ

αδημονώ
(Α αδημονώ, -έω)
1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα»
2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου παράγεται το ἀδημονῶ) στο επίθ. ἀδαής* «ο μη γνωρίζων» από ρ. -δάη-ν, δαῆναι «γνώρισα, έμαθα» τού *δάω, ήτοι ἐδάην > -δαής > ἀδαήμων > ἀδήμων (με συναίρεση) > ἀδημονέω. Εν τοιαύτη περιπτώσει το ἀδήμων θα σήμαινε αρχικά «τον κατεχόμενο από άγνοια και, γι’ αυτό, από άγχος, φόβο, αγωνία» — το ίδιο και το παραγωγό του ἀδημονῶ: αρχικά «μέ φοβίζει που δεν ξέρω» > «άγχομαι, ανησυχώ κ.λπ.». Αλλη ετυμολογική προσπάθεια αναγνωρίζει στο ἀδήμων ως αρχική τη σημ. τού «στενοχωρημένος, λυπημένος», συνδέοντάς το με ρ. *ᾱδέω (βλ. ᾱδέω)
ἀηδής > ᾱδής > ᾱδέω > ᾱδήμων (> ἀδημονεύω).
ΠΑΡ. αδημονία
αρχ.
ἀδημοσύνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἁδημονῶ — ἀδημονῶ , ἀδημονέω to be sorely troubled pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀδημονῶ , ἀδημονέω to be sorely troubled pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδημονώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αδημονώ — (χωρίς αόρ. και μτχ. παθ. παρκ.), αγωνιώ, ανυπομονώ: Αδημονούσε να πάρει γράμμα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδημονῶ — ἀδημονέω to be sorely troubled pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀδημονέω to be sorely troubled pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… …   Dictionary of Greek

  • αδέω — ἀδέω (Α) είμαι κορεσμένος, αισθάνομαι βάρος ή αηδία για κάτι, μπουχτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποθ. τ. ενεστώτος, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στον αόρ. (ᾱδήσειε) και στον παρακμ. (ᾱδηκότες). Αβέβαιης ετυμολογίας. Σημασιολογικά και μορφολογικά φαίνεται να… …   Dictionary of Greek

  • αδήμων — ἀδήμων ( όνος), ον (Α) αυτός που αγωνιά, που ανησυχεί, που αδημονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ἀδημονῶ] …   Dictionary of Greek

  • αδημονία — η (Α ἀδημονία) [ἀδημονῶ] 1. ψυχική ανησυχία, ανυπομονησία, αγωνία 2. θλίψη, στενοχώρια …   Dictionary of Greek

  • αδημοσύνη — ἀδημοσύνη, η (Α) [ἀδημονῶ] η αδημονία* …   Dictionary of Greek

  • αλαλύκτημαι — ἀλαλύκτημαι (Α) είμαι ταραγμένος ανησυχώ, αδημονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακείμενος τού ρ. ἀλυκτῶ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”